Την τελευταία δεκαετία και ειδικά τα τελευταία δυο χρόνια έχει
αναδειχθεί ως ζήτημα αιχμής στο χώρο της εκπαίδευσης το θέμα της
αξιολόγησης. Δειλά στην αρχή, με ιδιαίτερη έμφαση τον τελευταίο καιρό,
τίθεται ως ερώτημα και ως απαίτηση τελικά να αξιολογηθεί επιτέλους ο
χώρος της εκπαίδευσης και να υπάρξουν αποτελέσματα μέσα από αυτή τη
διαδικασία που θα αναδείξουν το θετικό πρόσωπο της εκπαίδευσης
καταδικάζοντας την αδράνεια και απάθεια, την αναποτελεσματικότητα και σε
τελική ανάλυση να διορθώσουν τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος της
παθογένειας που εμφανίζει το εκπαιδευτικό σύστημα.
Οι εξωεκπαιδευτικοί φορείς έχουν φτάσει στο σημείο να διαρρηγνύουν
πλέον τα ιμάτιά τους και να απαιτούν άμεσα να εφαρμοστεί ένα σύστημα
αξιολόγησης που θα οδηγήσει σε ανθρωποθυσίες και απολύσεις των ανίκανων
εκπαιδευτικών. Τα ΜΜΕ δίνουν απλόχερα βήμα σε όποιον είναι πρόθυμος να
εκφράσει ανάλογες θέσεις και απόψεις και οι επιχειρηματίες που
εμπορεύονται με τεράστια κέρδη τη γνώση και εκμεταλλεύονται τους πόθους
των γονιών εδώ και πολλές δεκαετίες, τρίβουν τα χέρια τους στην
προοπτική του εύκολου κέρδους, που θα προκύψει από την όλη διαδικασία
και τις νέες δυνατότητες που τους δίνονται μέσα από την ανακατανομή του
δυναμικού και την ενδεχόμενη παρέμβαση τους στην αναδόμηση του
συστήματος.
Η εκπαιδευτική κοινότητα τόσο σε επίσημο επίπεδο με τα συνδικαλιστικά
της όργανα, όσο και στο επίπεδο της καθημερινότητας σε μεγάλο ποσοστό
έχει ήδη αποδεχτεί την αναγκαιότητα μιας διαδικασίας που θα έχει
αξιολογικά χαρακτηριστικά, αρκεί να μη θίγει τα μισθολογικά δεδομένα και
τη διαδικασία ωρίμανσης που ακολουθείται. Η πιο συνηθισμένη απάντηση
στις πιέσεις για αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, ή της εκπαιδευτικής
διαδικασίας, ή της σχολικής μονάδας ή ακόμα και του ίδιου του
εκπαιδευτικού συνήθως είναι η απόλυτη άρνηση. Πολλές οι αιτιάσεις και τα
επιχειρήματα που στηρίζουν την άρνηση αυτή αλλά συνήθως απορρίπτονται
από την ευρύτερη κοινωνία με το απλοϊκό, αλλά λειτουργικό αντεπιχείρημα,
της ύπαρξης κρίσεων σε όλους τους άλλους τομείς. Ακόμα κι αν αυτό δεν
ισχύει η πλειονότητα της κοινωνίας έχει αποδεχτεί ως αυταπόδεικτη
αλήθεια ότι όλοι εκτός των εκπαιδευτικών κρίνονται και αξιολογούνται. Το
ζήτημα είναι τι κάνουμε εμείς ως εκπαιδευτικοί και τι απαντάμε σε αυτή
την επίθεση που θέλει να καταλύσει το τελευταίο θετικό «επαγγελματικό»
στοιχείο που υπάρχει στο χώρο μας.
Η άρνηση κάθε αξιολόγησης δεν πείθει κανένα κι όσο επιμένουν σε αυτό το
σημείο ορισμένοι το μόνο που κατορθώνουν είναι να δημιουργούν αρνητικό
κλίμα και να δικαιώνουν τους κατηγόρους της εκπαίδευσης. Η αξιολόγηση
του εκπαιδευτικού έργου, του εκπαιδευτικού, της σχολικής μονάδας σε
συνάρτηση με το κοινωνικό περιβάλλον και τα οικονομικά δεδομένα, είναι
μια πρόταση που και πάλι ακούγεται αρνητικά καθώς μοιάζει περισσότερο με
αναβολή εφαρμογής. Η σύνδεση της όλης διαδικασίας από την άλλη μεριά με
επιμόρφωση ή με ενίσχυση του εκπαιδευτικού μέσα από σεμιναριακές ή
άλλες διαδικασίες μετεκπαίδευσης ενώ ακούγεται ευχάριστα μπορεί κάτω από
προϋποθέσεις να είναι λειτουργική ή να ανοίξει την κερκόπορτα των
ανθρωποθυσιών και των απολύσεων σε όλο τον εκπαιδευτικό χώρο ανάλογα με
τις διαθέσεις των κρατούντων.
Συνεπώς
με βάση τα δεδομένα η αδράνεια και η απόρριψη κάθε πρότασης είναι η
μόνη σωτηρία του συστήματος. Από την άλλη αυτός είναι και ο μόνος
ασφαλής τρόπος για να ανατραπεί το όλο σύστημα και να εφαρμοστεί μια νέα
διαδικασία προσαρμοσμένη απόλυτα στα δεδομένα της εποχής που θα
απαξιώσει ακόμα περισσότερο το σχολείο, ελέγχοντας απόλυτα και με την
δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης να κρέμεται πάνω από τον κάθε εκπαιδευτικό
να πνίγει και τις τελευταίες φωνές αντίδρασης απέναντι στον απόλυτο
ολοκληρωτισμό που προσπαθεί να επιβάλλει το κατεστημένο και οι εκφραστές
της νέας τάξης στο αξιακό μας σύστημα.
Συνεπώς
τι πρέπει να κάνουμε; Πολλές φορές ή λύση και η απάντηση είναι πολύ
απλή. Αξιολόγηση υπάρχει. Εφαρμόζεται καθημερινά και συστηματικά σε κάθε
επίπεδο και είναι τόσο αποτελεσματική όσο και κάθε άλλη μορφή
αξιολόγησης, θα μπορούσε να είναι και περισσότερο αποτελεσματική, αν
είχε κάποια πρόσθετα χαρακτηριστικά αλλά αυτό δεν αλλάζει το δεδομένο
της ύπαρξης και λειτουργικότητάς της.
Η
αξιολόγηση ξεκινά από το πρώτο λεπτό που ένας εκπαιδευτικός μπαίνει
στην τάξη. Διεξάγεται από τους μαθητές του, άμεσα απόλυτα και τόσο
αμείλικτα, που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για πολλές αλλαγές στη
διδακτική μέθοδο, τη διαδικασία προσέγγισης του μαθητή και του
διδασκόμενου αντικειμένου. Η αξιολόγηση αυτή ενισχύεται από την έμμεση
αξιολόγηση των γονιών που γίνονται μέσω των μαθητών αποδέκτες μιας
πραγματικότητας που μέσα από τις στρεβλώσεις και την μεγέθυνση ή την
προσωπική οπτική και τις επιδιώξεις του καθενός γίνεται εξίσου σοβαρή
και αμείλικτη, ειδικά όταν έρχεται ως ανατροφοδότηση του διδακτικού
έργου, στον κάθε εκπαιδευτικό και τον θέτει προ των ευθυνών του. Από την
άλλη μεριά υπάρχει η τυπική αξιολόγηση της υπαλληλικής δράσης από τον
εκάστοτε διευθυντή του σχολείου και τον σύλλογο των διδασκόντων που
μπορεί να αναδείξει εύκολα λάθη, παραλείψεις ή παραβάσεις που μπορούν να
γίνουν στα πλαίσια της τέλεσης των υπαλληλικών καθηκόντων. Ακόμα η
διδακτική μεθοδολογία και η πορεία του διδακτικού έργου σε ένα κλειστό
σύστημα όπως είναι αυτό που επιβάλλουν τα ΑΠΣ (Αναλυτικά προγράμματα)
οριοθετεί με απόλυτο τρόπο ακόμα και την επιστημονική πορεία και τις
διαδικασίες που επιτρέπεται να ακολουθήσει ο κάθε εκπαιδευτικός. Στην
επιστημονική επάρκεια και ικανότητα διδασκαλίας υπάρχει και η
παρεμβατική δυνατότητα του συμβούλου (ειδικότητας) ο οποίος και μπορεί
να παίξει ουσιαστικό ρόλο στην πορεία και την εξέλιξη του εκπαιδευτικού
έργου. Φυσικά και υπάρχουν πολλά περιθώρια ειδικά στο ρόλο και τη
δραστηριότητα των συμβούλων, τα οποία μπορούν όμως εύκολα να λυθούν με
την αύξηση του αριθμού τους, την αποτελεσματικότερη παρέμβασή τους στις
εκπαιδευτικές μονάδες ευθύνης τους, στη μείωση των περιφερειών τις
οποίες πρέπει να ελέγχουν και διάφορες άλλες επεμβάσεις. Παράλληλα πέρα
από την αξιολόγηση που ασκούν οι φορείς που προαναφέρθηκαν, υπάρχουν οι
Διευθύνσεις Εκπαίδευσης και οι Περιφερειακές Διευθύνσεις, που
συμμετέχουν ενεργά στην αξιολόγηση και την υπαλληλική πορεία και
δραστηριότητα του κάθε εκπαιδευτικού. Και όλοι αυτοί οι φορείς έχουν
απόλυτη και άμεση σύνδεση μεταξύ τους σε τέτοιο βαθμό που η
αλληλοσύνδεσή τους, δίνει τη δυνατότητα στους προϊστάμενους να γνωρίζουν
σε ελάχιστο χρόνο τα προβλήματα, την γενικότερη κατάσταση που
επικρατεί, η ακόμα και την έγκαιρη παρουσία ενός εκπαιδευτικού στη θέση
του.
Δεν
γνωρίζω αν σε κάποιο άλλο υπουργείο εκτός ίσως από το Άμυνας, υπάρχει
τόσο λεπτομερής και ουσιαστικός έλεγχος του προσωπικού. Αν λοιπόν αυτός ο
έλεγχος δεν είναι μια συνεχής και διαρκής αξιολόγηση σε όλα τα επίπεδα
τι είναι; Κι αν αυτή η διαρκής αξιολόγηση δεν έχει οδηγήσει στις
ποθούμενες από το κοινό των ΜΜΕ ανθρωποθυσίες είναι γιατί στο δικό μας
τον κλάδο τουλάχιστον υπάρχουν κάποια αποθέματα, ευθύνης, ανθρωπιάς,
συναδελφικότητας, ανθρωπιστικής και όχι μόνο στεγνής αριθμητικής
προσέγγισης και κυρίως υπάρχει ακόμα το ανθρώπινο δυναμικό, ή
τουλάχιστον ένα ικανό μέρος του, που σκέφτεται και ενεργεί με ένα
διαφορετικό τρόπο, προβάλλει άλλες αξίες και στοιχεία από εκείνα που
θέλει να επιβάλει το κατεστημένο του ολιγαρχικού ολοκληρωτισμού της νέας
τάξης.
Φυσικά
και με όλα αυτά δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να ισχυριστώ ότι δεν
υπάρχει κρίση στο εκπαιδευτικό σύστημα και τον εκπαιδευτικό κόσμο. Το
αντίθετο. Κρίση υπάρχει και είναι βαθιά, αλλά η κρίση ίσως αναπαράγεται
στο σχολείο, δεν τη γεννά αυτό, αντίθετα αν υπάρχει κάποιος φορέας
αντίστασης στην κρίση της κοινωνίας είναι το σχολείο. Αντί λοιπόν να
ασχολούμαστε με την κριτική και την «αξιολόγηση» των εκπαιδευτικών, ας
ασχοληθούμε καλύτερα με την κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος, ας
προσπαθήσουμε να δούμε τι φταίει και τι προκαλεί τη δυσαρμονία ανάμεσα
στις διδακτικές αρχές και αξίες και τις απαιτήσεις των μαθητών και
γονιών. Να αποφασίσουμε αν το σχολείο είναι ένας φορέας που έχει
αποκλειστικό στόχο την προετοιμασία των μαθητών για την εισαγωγή τους
στο πανεπιστήμιο, ή ένα κέντρο που θα παρέχει ουσιαστική γνώση και
εφόδια για την είσοδο των πολιτών του σε μια ανταγωνιστική και
παγκοσμιοποιημένη κοινωνία. Αν θα επενδύσουμε στους νέους και τις νέες,
δίνοντάς τους τα εφόδια για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της εποχής,
ή θα τους παρέχουμε στείρες γνώσεις και μηχανικούς τρόπους που θα τους
δίνουν τη δυνατότητα να αναπαράγουν τις αρχές του συστήματος χωρίς άποψη
και δυνατότητες παρέμβασης. Για όσο διάστημα θα παραμένουμε παθητικοί
αποδέκτες ενός συστήματος θα ανοίγουν θέματα όπως αυτό της
«αξιολόγησης».
Είναι
ευκαιρία στον καιρό της κρίσης να δούμε αν θα πρέπει να ξαναπιάσουμε το
νήμα και να δώσουμε στην ελληνική παιδεία τη δυναμική και τις
δυνατότητες που μας χάρισε η γλώσσα και ο τρόπος σκέψης που μας
κληροδότησαν τόσοι σπουδαίοι δάσκαλοι που λάμπρυναν ο καθένας με τον
τρόπο του την εκπαίδευση, ή θα ενταχθούμε σε συστήματα και μηχανισμούς
που έχουν αντίκρισμα σε αριθμούς και δείκτες μηχανικής παραγωγής, όχι
όμως και στην ψυχή και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΟΡΦΑΝΟΥΔΑΚΗΣ
Φιλόλογος – Ιστορικός
Γραμματέας ΠΑΣΚ Ε ΕΛΜΕ
Θεσσαλονίκης
Αναρτήθηκε από: ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΛΩΝΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου