Στις 4 Απριλίου, πλάι σε ένα ψηλό κυπαρίσσι στην πλατεία Συντάγματος, αφαίρεσε τη ζωή του ο Δημήτρης Χριστούλας. Πριν κλείσει ο μήνας, ο Σάββας Μετοικίδης, ένας δάσκαλος 42 ετών, έκανε το ίδιο, αλλά πιο αθόρυβα, σε μια αποθήκη του πατρικού του στη Θράκη.

Μακάβριες αναφορές, προεκλογικές και ανοιξιάτικες; Το πιο μακάβριο, το πιο τραγικό με τις αυτοκτονίες είναι το γεγονός ότι έχουν πάψει να θεωρούνται είδηση, ότι κινδυνεύουμε να τις συνηθίσουμε.

Μόνο που οι δάσκαλοι δεν αυτοκτονούν. Ο δάσκαλος δεν λυγίζει, δεν απελπίζεται, δεν ζαλίζεται στο πούλμαν που μας πηγαίνει εκδρομή, δεν τον πιάνει ναυτία στο καράβι. Ο δάσκαλος πρέπει να βρίσκεται πάντα εδώ και να απαντά στις ερωτήσεις μας (εφόσον έχουμε ερωτήσεις), να μας βοηθά να κρυφτούμε κάτω από το θρανίο αν τυχόν γίνει σεισμός, να διώχνει το φαρμακερό σερσέγκι που τρύπωσε από το ανοιχτό παράθυρο και τώρα πετά πάνω από τα κεφάλια μας, μες στην τάξη. Αυτά τουλάχιστον πίστευα όταν ήμουν μαθήτρια και τώρα αναρωτιέμαι τι λένε οι μεγάλοι στα παιδιά που, όταν επιστρέφουν στο σχολείο μετά τις διακοπές του Πάσχα, μαθαίνουν ότι ο δάσκαλός τους δεν είναι πια εδώ.

Δεν είμαι πολιτικός ντετέκτιβ ούτε ψυχολόγος, δεν μπορώ να εξηγήσω κάτι που δεν το χωράει ο κοινός νους. Αρμόδιοι να μιλήσουν για τον χαμένο δάσκαλο είναι τα αγαπημένα του πρόσωπα, οι συνάδελφοι, οι συναγωνιστές του και, πάνω απ’ όλα, οι μαθητές που έχουν περάσει από τα χέρια του. Ο μαθητής είναι ο μέγας και αφανής κριτής και αξιολογητής. Και δεν είναι αληθινή ότι «το παιδί μόνο από μάνα ορφανεύει». Ατυχος και αιώνια ορφανός είναι όποιος στα μαθητικά του χρόνια δεν διασταυρώθηκε με κάποιον δάσκαλο που κατάφερε να του εμπνεύσει σεβασμό, να τον πείσει για την ομορφιά και την αξία της μάθησης, της προσπάθειας. Ομως αυτή την ορφάνια δεν τη συνειδητοποιούμε πάντα.

Πώς μπορεί ένας εκπαιδευτικός των 560 ή των 600 ευρώ να ζήσει με στοιχειώδη αξιοπρέπεια ή να συντηρήσει οικογένεια; Ολα τον σπρώχνουν στα ιδιαίτερα μαθήματα, που διαβρώνουν τον αυτοσεβασμό του, αλλά και την αποστολή του δημόσιου σχολείου. Πολλοί εκπαιδευτικοί αναζητούν μια δεύτερη εργασία, γίνονται διανομείς πίτσας ή νυχτερινοί οδηγοί ταξί, ενώ αρκετοί έχουν ήδη αρχίσει να τρέφονται στα συσσίτια. Εκτός από την «ανάγκη που γίνεται ιστορία», υπάρχει και η αλήθεια που γίνεται ή φαίνεται ότι γίνεται λαϊκισμός.

Λένε ότι η ευτυχία είναι μεταδοτική. Το ίδιο και το αντίστροφό της, ενώ το «σύνδρομο του Βέρθερου», δηλαδή η επιδημία αυτοκτονιών, δεν είναι φιλολογικός μύθος. Αρκετά φαρμακωμένες είναι οι μέρες μας, ας μη γραφτούν άλλα τραγούδια σαν αυτό του Μίκη Θεοδωράκη και του Μάνου Ελευθερίου («μα συ μικρό παιδί, παλικαράκι,/ φαρμάκωσες ετούτο τον καιρό/ μ’ ένα καρφί και μ’ ένα καθρεφτάκι/ τις φλέβες όταν έκοψες θαρρώ»).

Ο Εντουάρντο Γκαλεάνο γράφει ότι στην πατρίδα του δεν λένε «φτωχός σαν Λάζαρος [του Ευαγγελίου]», αλλά «φτωχός σαν δάσκαλος», καθώς ο μισθός των εκπαιδευτικών στην Ουρουγουάη είναι ψίχουλα. Ας ελπίσουμε ότι στην Ελλάδα δεν θα φτάσει η ώρα που θα λέμε «απελπισμένος σαν δάσκαλος».