της Άλκης Ζέη
Ήρθε ο πόλεμος. Ήτανε μια Δευτέρα και η πιο μεγάλη μου λύπη
ήτανε ότι έκλεισε το σχολείο. Κι αργότερα, στην κατοχή, το σχολείο ήτανε σαν
ένας φωτεινός φάρος μέσα στη μαυρίλα. Ας συναντούσαμε στο δρόμο ανθρώπους
σωριασμένους κάτω από την πείνα, ας βλέπαμε άλλους να ψάχνουν στα σκουπίδια για
να βρουν κάτι να φάνε, κι ας είχαμε δεί ένα πρωί δυο κρεμασμένους από ένα
φανάρι της πλατείας. Μόλις έκλεινε η πόρτα του σχολείου τα ξεχνούσαμε όλα, κι
οι δάσκαλοί μας αδυνατισμένοι από την πείνα, με το κολάρο του πουκαμίσου τους
να χάσκει στον λαιμό, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεχνάμε τη φρίκη και να
έχουμε ενδιαφέρον για τη ζωή.
Παρ' όλο που το σχολείο μας το είχαν επιτάξει οι Γερμανοί
και στριμωχτήκαμε σε ένα άλλο κτήριο τρείς τρείς στα θρανία, τότε κάναμε τις
παραστάσεις του κουκλοθέατρου που εγώ έγραφα τα έργα, άλλες έπαιζαν τους ρόλους
κι άλλες έφτιαχναν σκηνικά και κοστούμια.Δουλεύαμε με πάθος, τα ξεχνούσαμε
όλα.Κι αυτό, το οφείλαμε στην καθηγήτρια των τεχνικών, την Ελένη Περράκη, που
κράτησε μετά την κατοχή για ολόκληρα τριάντα χρόνια το κουκλοθέατρο με το όνομα
«Μπάρμπα Μητούσης». Τότε που ήταν σχεδόν το μοναδικό θέαμα για παιδιά.
Και δεν ήτανε μόνο αυτή. Ο καθηγητής των αρχαίων ελληνικών ο
Μιχάλης Αναστασίου-ξαδελφος του Καζαντζάκη- δεν μας άφηνε μόνο με τα εις μι
ρήματα και δυο σελίδες από την Αντιγόνη να μάθουμε απ' έξω. Μας διάβαζε από
μετάφραση όλη την τραγωδία και ξέκλεβε λίγη ώρα πριν χτυπήσει το κουδούνι για
να μας διαβάσει τη μεγάλη του αγάπη, τον Πέρ Γκυντ του Ίψεν.
Οι δάσκαλοι, αυτοί είναι το παν για το σχολείο. Τώρα
περιμένω με ανυπομονησία να χτυπήσει το πρώτο κουδούνι για ν' αρχίσω να
επισκέπτομαι τα σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε όλη την Ελλάδα, να
κουβεντιάσω με τα παιδιά.
Kι όλα αυτά τα χρόνια που πηγαίνω από σχολείο σε σχολείο,
κατέληξα στο συμπέρασμα πως όλα εξαρτώνται από τον δάσκαλο. Είτε το σχολείο
βρίσκεται σε μεγάλη πόλη είτε σε μικρή ή και σε χωριό ακόμα, εντυπωσιάζομαι από
τα παιδιά που κάνουν τόσα δημιουργικά πράγματα, που ξέρουν να συνομιλούν κι
έχουν διαβάσει τόσα βιβλία που απορείς πώς βρίσκουν τον χρόνο. Κι όλα αυτά
γιατί υπάρχει ένας δάσκαλος που κλέβει ώρες από μαθήματα και από τη ζωή του για
να κάνει τα παιδιά -δύσκολο πράγμα σήμερα -να αγαπήσουν το βιβλίο και να
ξεφύγουν από το βαρετό πρόγραμμα του σχολείου .Τους θαυμάζω αυτούς τους
δασκάλους.Μέσα στις δύσκολες και άχαρες μέρες που ζούμε, αυτοί είναι μια αχτίδα
ελπίδας. Σ΄ένα νησί, είχα επισκεφτεί ένα σχολείο, την έκτη τάξη Δημοτικού. Και
τι δεν έκαναν αυτά τα παιδιά. Έπαιζαν σκηνές ολόκληρες από τα βιβλία μου, είχαν
γράψει δικές τους σκέψεις, ως και τραγούδια είχαν γράψει σχετικά με τα βιβλία,
τα τραγουδούσε μια μικρή χορωδία που μαέστρος ήταν ο δάσκαλος.
Ένας πολύ χαρούμενος δάσκαλος με ολοφάνερη την αγάπη του για
τα παιδιά. Πριν αποχαιρετήσω τα παιδιά τα συγχάρηκα για τη δουλειά που είχανε
κάνει μα είπα ακόμα πως τους συγχαίρω και για τον εξαίσιο δάσκαλό τους .Τότε
σηκώθηκε ένα αγόρι και μου λέει: Μας άξιζε όμως. Όταν βγήκαμε από την τάξη
ρώτησα το παιδί. Γιατί είπες πως σας άξιζε ένας τέτοιος δάσκαλος; Και τότε εκείνο,
μου διηγήθηκε μια απίστευτη ιστορία. Από την αρχή του χρόνου ως τις γιορτές,
είχαν έναν δάσκαλο που φοβόταν τα μικρόβια, δεν άγγιζε την κιμωλία να γράψει
στο πίνακα, ούτε τα τετράδιά τους, κι έβαζε τα ίδια τα παιδιά να γυρίζουν τα
φύλλα κι αν κάποιο τον άγγιζε κατά λάθος, έβαζε τις φωνές κι έφευγε από την
τάξη. Τα παιδιά είχαν πέσει όλα σε κατάθλιψη κι όταν ήρθε ο καινούργιος
δάσκαλος, έκανε μέσα σ' ένα μήνα όλη την τάξη χαρούμενη και τα παιδιά με χαρά
έκαναν χίλια δυο πράγματα μαζί του.
Ας αλλάζουν οι υπουργοί Παιδείας, ας αλλάζουν κάθε τόσο τους
νόμους. Όταν υπάρχει ένας δάσκαλος με όρεξη και κέφι, τα παιδιά αποκτούν κι'
αυτά όρεξη και κέφι για δουλειά. Είτε σε καινούριο σχολείο βρίσκονται είτε σε
λυόμενο ή σε τάξεις με ξεχαρβαλωμένα θρανία. Βλέπεις τα μάτια τους να λάμπουν.
Δεν θ' άξιζε λοιπόν ένα φωτοστέφανο για τον δάσκαλο; 'Αραγε
θα βρεθεί ποτέ χέρι να του το φορέσει;
Αναρτήθηκε από: ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΛΩΝΑΚΗ