Εξωτερικά μοιάζει ένα συνηθισμένο σχολείο της Αθήνας- από
αυτά που χωμένα στον πυκνό αστικό ιστό, με μικρούς προαύλιους χώρους πρώτα
αφήνουν την εντύπωση πολυκατοικίας και μετά, αν πλησιάσεις, σχολικού
συγκροτήματος. Όμως, οι ήχοι από τα παιχνίδια και τα γέλια των παιδιών σε
οδηγούν εκεί, όπως σε κάθε σχολείο. Πίσω από τα κάγκελα ένα πολύχρωμο «σμήνος»
παιδιών σαν να τιτιβίζει, τρέχουν πάνω κάτω σαν με φτερά στα πόδια τους- παιδιά
με καταγωγή από διάφορες χώρες της Αφρικής, παιδιά προσφύγων από τη Συρία, κορίτσια
κι αγόρια από τις αραβικές χώρες του Μαγκρέμπ (βόρεια Αφρική), το Πακιστάν, το
Μπαγκλαντές, την ανατολική Ευρώπη, συνθέτουν τον μαθητικό πληθυσμό του. "Σκοπός μας είναι να εντάξουμε
αυτά τα παιδιά (και τους γονείς τους), να τα κάνουμε να αισθανθούν όπως ο
Γιαννάκης Αντετοκούνμπο που νιώθει την ελληνική και δική του σημαία", λένε οι εκπαιδευτικοί του. Πρόκειται για το Διαπολιτισμικό Δημοτικό Αλσούπολης. Διαβάστε το καταπληκτικό άρθρο του Αλέξη Γαγλία.
Δυο κοριτσάκια από την Αφρική, με τα μαλλιά τους κοτσιδάκια,
ενώ οι συμμαθητές τους ξεχύνονται από τις τάξεις στο άκουσμα του κουδουνιού, με
περιεργάζονται διερευνητικά- ένας άγνωστος «μεγάλος» σε ένα παγκάκι της αυλής
τους να σημειώνει σε ένα τετράδιο σαν σχολικό. Θα απορούσα κι εγώ. Γύρω μας τα
άλλα παιδιά μου φέρνουν θύμησες των δικών μου παιδικών χρόνων σε ένα
συνηθισμένο δημοτικό σχολείο της δεκαετίας του ’80, αποκλειστικά γηγενών
Ελληνόπαιδων- τα παιδιά είναι παντού κι ανέκαθεν ίδια, σαν η πιο διαχρονική
αξία της ανθρωπότητας, το τμήμα του ανθρώπινου πληθυσμού που ακόμα συγκρατεί
μια φυσική αυθεντικότητα, ακατέργαστη από συγκυρίες και εποχές.
Ο μόνος τρόπος να περιγραφεί η ατμόσφαιρα του
Διαπολιτισμικού Δημοτικού Αλσούπολης (Νέας Ιωνίας) επαρκώς είναι να θυμηθεί ο
καθένας το δικό του σχολείο, τα δικά του χρόνια στο θρανίο και την αυλή. Αν
κάτι αξίζει να σημειώσω είναι πως τα παιδιά δεν έκαναν παρέα ανά εθνικότητα
αλλά ανά τμήμα ή τάξη- όπως σε κάθε συνηθισμένο σχολείο συμβαίνει. Ναι, όταν
μια τάξη λειτουργεί αρμονικά σαν παρέα που μαθαίνει από κοινού, η ενοποιητική
της δύναμη υπερβαίνει φραγμούς των «μεγάλων»- εθνικότητες, θρησκείες ή χρώματα.
Οι δυο κοπελίτσες ρωτούν τη δασκάλα τους ποιος είμαι. «Δημοσιογράφος είναι,
κάνει ρεπορτάζ για το σχολείο μας», τους λέει. “I told you”, ακούω αμέσως την
μία να λέει στην φίλη της. Τα παιδιά, όταν τυχαίνει να είναι με κάποιον
συμμαθητή τους της ίδιας εθνικότητας, μιλάνε στη μητρική τους γλώσσα- και στο
σπίτι τους αυτή μιλάνε με τους γονείς τους. Όμως, η κοινή γλώσσα όλων στο
σχολείο είναι τα ελληνικά.
Η κυρία Μαρία Τσάμη είναι διευθύντρια του σχολείου-
καθηγήτρια Αγγλικών και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος, εργάζεται εκεί από το
1992.
«Στο σχολείο μας φοιτούν από παιδιά προσφύγων που ήρθαν από
τη Συρία λίγους μήνες πριν και, φυσικά, δεν ήξεραν λέξη στα ελληνικά, μέχρι
παιδιά Αφρικανών μεταναστών, που τα ίδια γεννήθηκαν στην Ελλάδα, άρα μιλάνε τη
γλώσσα».
Αναγκαστικά λοιπόν οι τάξεις είναι τριών και τεσσάρων
“ταχυτήτων” και η μαθησιακή διαδικασία προσαρμόζεται σε επιμέρους ομάδες
παιδιών, ή ακόμα και εξατομικεύεται, ειδικά στους νεοφερμένους μαθητές. Για να
είναι αυτό το εξαρχής πολύπλοκο εκπαιδευτικό σχήμα λειτουργικό πρέπει τα
τμήματα να είναι ολιγομελή- και όντως δεν ξεπερνούν τους 15 μαθητές.
«Το μάθημα γίνεται στα ελληνικά, προσαρμοσμένο και με τη
βοήθεια και άλλης γλώσσας όταν υπάρχει επικοινωνιακό αδιέξοδο. Όμως η
επικοινωνία κτίζεται στα ελληνικά γιατί είναι η γλώσσα που τα παιδιά δεν τη
μαθαίνουν απλώς, αλλά τη ζούνε - στο διάλειμμα, στις εξωσχολικές
δραστηριότητες, στην
κοινωνία. Γι' αυτό και διδάσκουμε από τα ίδια βιβλία με τα
υπόλοιπα ελληνικά σχολεία, έχοντας όμως και πρόσβαση σε εξειδικευμένη βιβλιογραφία,
από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας κ.α.», μου λέει ο Δημήτρης Ξυδάκης, δάσκαλος
της Β΄Δημοτικού.
Τις δύο μέρες που διήρκησε το ρεπορτάζ είχα την χαρά να
γνωρίσω αρκετούς εκπαιδευτικούς του σχολείου- όλοι τους δάσκαλοι που μιλάνε
αγγλικά, με μεταπτυχιακά, μετεκπαιδεύσεις, προϋπηρεσία σε σχολεία του
εξωτερικού, ακόμα και διδακτορικά διπλώματα. Κυρίως, όμως, εκπαιδευτικοί που
βρίσκονται σε αυτό το ιδιαίτερο σχολείο κατ’ επιλογή τους, δάσκαλοι που
θυμούνται τους μαθητές τους με το μικρό τους όνομα και γνωρίζουν σε βάθος τις
προσωπικές τους ιστορίες. «Υπάρχουν συνάδελφοι που βρέθηκαν εδώ και την άλλη
μέρα ζήτησαν να φύγουν», μου λένε.
«Κάποιοι γονείς είναι στη χώρα με νομιμοποιητικά έγγραφα που
δεν τους επιτρέπουν κοινωνική κι εργασιακή ευελιξία. Εργάζονται «μαύρα»,
ανασφάλιστοι, πολλοί μικροπωλητές- η δουλειά μας εδώ είναι κατεξοχήν κοινωνική
δράση γιατί απευθύνεται σε περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Βοηθήσαμε,
απλώς παρέχοντάς τους τις βεβαιώσεις φοίτησης των παιδιών τους, γονείς που
ζούνε εδώ είκοσι χρόνια να βγάλουν χαρτιά για τα γεννημένα στην Ελλάδα παιδιά
τους και εξεπλάγησαν- ήμασταν οι πρώτοι που τους υποστηρίζαμε. Το κέντρο της
Αθήνας, αρέσει δεν αρέσει, είναι πολυπολιτισμικό- σκοπός δικός μας είναι να
εντάξουμε αυτά τα παιδιά (και τους γονείς τους), να τα κάνουμε να αισθανθούν
όπως ο Γιαννάκης Αντετοκούνμπο που νιώθει την ελληνική και δική του σημαία»,
μου λέει ο Ξυδάκης.
Σε πολλές περιπτώσεις οι συνθήκες ζωής τους είναι δύσκολες-
φτώχεια και συχνή απουσία του μπαμπά ή της μαμάς», λέει η υποδιευθύντρια του
σχολείου, κυρία Ράνια Μπεντεβή, δασκάλα με μεταπτυχιακό στις μαθησιακές
δυσκολίες.
«Οι γονείς συχνά εργάζονται όλη μέρα και τότε τα μεγαλύτερα
παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους τα μικρότερα αδέρφια τους. Έχουμε παιδάκια που
γυρίζουν από το σχολείο το μεσημέρι, μαγειρεύουν, καθαρίζουν, διαβάζουν όσο
προλαβαίνουν κι αντέχουν και η μαμα μπαίνει σπίτι από τη δουλειά τα μεσάνυχτα,
τα βρίσκει να κοιμούνται. Είχαμε περίπτωση μαθήτριας 6ης Δημοτικού που έμενε με
το μικρό αδελφάκι της σ’ ένα υπόγειο στην Κυψέλη, μόνοι τους όλη τη βδομάδα
σχεδόν- η μαμά εργαζόταν εσωτερική οικιακή βοηθός και ήταν μαζί τους μόνο τα
Σαββατοκύριακα. Κατά καιρούς είχαμε και μαθητές από τη Στέγη Ανηλίκων, ενώ
υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που ξεκίνησαν εδώ το σχολείο, γύρισαν για κάποια
χρόνια στις χώρες καταγωγής τους και όταν επέστρεψαν αντιληφθήκαμε ότι στην
περίοδο αυτή της απουσίας τους δεν λάμβαναν κανενός είδους εκπαίδευση», εξηγεί
η ίδια.
Την ρωτάω για την ψυχολογία των νεοεισερχόμενων μαθητών.
«Τα περισσότερα παιδιά στην αρχή είναι “κλειστά”, αλλά
προσαρμόζονται εύκολα, σε 2- 3 μήνες έχουν κιόλας μπει στο “κλίμα”, αρχίζουν να
μιλάνε τη γλώσσα και να χαμογελούν- και σε δυο χρόνια μέσα έχουν γίνει
“αστέρια” στα ελληνικά. Η ανάγκη των παιδιών να επικοινωνήσουν είναι τεράστια
και για αυτό μαθαίνουν πολύ γρήγορα», μου λέει.
Μιλώντας με τους δασκάλους δεν μπορώ να τους κρύψω τον
θαυμασμό που νιώθω για εκπαιδευτικούς που επιτελούν το δύσκολο έργο της ένταξης
ενός παιδιού σε ένα νέο κόσμο- από το σχολικό περιβάλλον και πρόγραμμα, μέχρι
τη νέα γλώσσα και τον, αρχικά, ολότελα ξένο κοινωνικό περίγυρο. Υπάρχουν βέβαια
ειδικές προβλέψεις, όπως μια δυο ώρες παραπάνω ελληνικά στους νέους μαθητές για
να «τρέξουν» πιο γρήγορα- αλλά όλοι οι εκπαιδευτικοί που μίλησα μαζί τους
αναφέρθηκαν στην πολύτιμη βοήθεια, που στην προσπάθεια αυτής της πολύπλευρης
ενσωμάτωσης των «καινούργιων», έχουν από τους συμμαθητές τους. «Οι συμμαθητές
εδώ υποστηρίζουν τους νεοαφιχθέντες- παρότι είναι σύνηθες τα παιδιά στις
ηλικίες κάτω των 12 ετών να είναι σκληρά, τα δικά μας παιδιά αγκαλιάζουν πάντα
τους καινούργιους, ανεξαρτήτως χρώματος και φυλής, ίσως γιατί έχουν περάσει από
τη θέση τους».
Αναρτήθηκε από: ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΛΩΝΑΚΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου