Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Η εκδρομή

Πού είναι εκείνα τα χρόνια που τα παιδιά έπαιζαν στις αλάνες μπάλα, κρυφτό πίσω απ’ τα δέντρα στο δασάκι και μάζευαν λουλούδια; Έφυγαν για πάντα….



Μια μέρα του χειμώνα, θα 'χουνε περάσει πεντ'-έξι χρόνια τώρα, σχολειό σε κοσμοπολίτικο προάστιο της Αθήνας, σε περιοχή που διαθέτει ακόμα ελεύθερα χωράφια, πάρκα και δασικές εκτάσεις, αποφασίζει να πάει εκδρομή. Ηταν απ’ τις μέρες εκείνες που ο ήλιος εμφανίζεται γλυκά απ’ τα χαράματα σαν απρόσμενος επισκέπτης, να δώσει ελπίδα κι υπόσχεση συνάμα μέσα στο καταχείμωνο.

Να σπάσει τη μονοτονία της μουντάδας υπενθυμίζοντας την παρουσία του, να πάρει η πλάση δύναμη και κουράγιο και να ζεσταθούνε λιγάκι οι ψυχές και τα κόκαλα των ανθρώπων. Πού να βρεθεί καλύτερη ευκαιρία για περίπατο, το αιτηθήκανε τα παιδιά, τ’ αποφασίσανε αμέσως στον σύλλογο οι καθηγητές και ξεκινήσανε.

Μα έμελλε να είναι αλλιώτικη ετούτη η εκδρομή. Κάποιοι καθηγητές προτείνανε, αντί για το εμπορικό ή τη μεγάλη κεντρική πλατεία με τα καταστήματα και τις καφετέριες όπου πηγαίνανε συνήθως, ν’ αφήσουν τα παιδιά σε μια μεγάλη αλάνα παραδίπλα απ’ το σχολειό.

Υπήρχε μια υποτυπώδης υποδομή, δυο-τρία ξύλινα τραπέζια και κάμποσοι πάγκοι για να κάτσεις, γειτνίαζε και μ’ ένα οργανωμένο αλσύλλιο με μονοπάτια για περίπατο κι ένα μικρό υπαίθριο αναψυκτήριο που πρόσφερε τα στοιχειώδη, φάνταζε ιδανικό το μέρος για να ρουφήξουν φύση και καθαρό αέρα στη λιακάδα.

Ξαμόλησαν, λοιπόν, τα έφηβα παιδιά μες στο χωράφι κι αυτά κοιτάζονταν απορημένα μεταξύ τους. Ποιος πήρε ετούτη την αλλόκοτη απόφαση; Γιατί τους έφεραν εδώ που τίποτα ενδιαφέρον δεν έχει για να κάνεις;

Χάθηκε ο κόσμος να πηγαίνανε πάλι στην πλατεία, με τα ωραία καφέ και με τα μαγαζάκια, να βλέπανε καμιά βιτρίνα και να ραχατεύανε στις αναπαυτικές πολυθρόνες συντροφιά με ένα ρόφημα της προκοπής;

Εδώ έχει μόνο λασπουριά, αγκάθια και κινδύνους· χάλια θα γίνουνε ρούχα, παπούτσια και παλτά, δεν τ’ αγοράσανε άλλωστε για τα χωράφια.

Αμήχανα κι αμίλητα περιφερότανε για κάποια ώρα μέσα στην εξοχή, δίχως να ξέρουν τι να κάνουν· σκυμμένα πάνω από
τις ταμπλέτες τους και τα «έξυπνα» τηλέφωνά τους, κλοτσούσανε μηχανικά καμιά πετρούλα.

Κανείς δεν θέλησε ν’ αράξει στο υπαίθριο αναψυκτήριο, που δεν διέθετε ανέσεις ούτε αφεψήματα εξεζητημένα. Καμιά παρέα δεν σχηματίστηκε με διάθεση να περπατήσει μες στο δάσος ή να πιάσει ψιλή κουβέντα γύρω από τα ξύλινα τραπέζια, ανέγγιχτες παρέμειναν μέσα στον σάκο τους οι μπάλες που φρόντισε να κουβαλήσει ο γυμναστής απ’ το σχολειό.

Κάποιος διαμαρτυρήθηκε γιατί δεν είχε ασύρματο δίκτυο στο μέρος, ένας άλλος γκρίνιαξε πως δεν είχε αρκετές πρίζες στο καφενεδάκι για να φορτίσουνε όλοι τα κινητά τους, κάποιος τρίτος δήλωσε πως βαριότανε και ήθελε να φύγει.

Ζήτημα ήταν να γίνει η αρχή, η δυσφορία γενικεύτηκε κι απαίτησαν να φύγουνε ευθύς απ’ το χωράφι· καλύτερα ήταν στο σχολειό, εκεί τουλάχιστον κάτι μπορείς να κάνεις.


Κακήν κακώς τα μάζεψαν και κίνησαν για την πλατεία και τον «πολιτισμό» της, να συνεχίσουνε τον κατ’ ευφημισμόν περίπατό τους μέσα στην κατανάλωση, στον καναπέ και στην οθόνη.

Λευτέρης Κουγιουμτζής

Αναρτήθηκε από: ΔΗΜΗΤΡΑ ΜΥΛΩΝΑΚΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου